- πρεμνιάζω
- πρεμν-ιάζω, = sq., Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρεμνιάζω — Α [πρέμνον] (κατά τον Ησύχ.) «πρεμνιάσαι ἐκριζῶσαι» … Dictionary of Greek
πρεμνιάσαι — πρεμνιά̱σᾱͅ , πρεμνιάζω fut part act fem dat sg (doric) πρεμνιάζω aor inf act πρεμνιάσαῑ , πρεμνιάζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)